σύνθημα

σύνθημα
το, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθημα Α [συντίθημι]
1. (γενικά) σύμβολο συνεννόησης, συμφωνημένο σημείο
2. (ειδικά) α) λέξη ή φράση συμφωνημένη εκ τών προτέρων και γνωστή μόνο σε ορισμένα άτομα, η οποία χρησιμοποιείται για τη μεταξύ τους συνεννόηση
β) συνδυασμός δύο ή περισσότερων λέξεων ο οποίος χρησιμοποιείται για την αναγνώριση στρατιωτικών οι οποίοι προσεγγίζουν θέσεις που φυλάγονται από φρουρούς («σύνθημα και παρασύνθημα»)
3. (κυρίως στρ.) πρόσταγμα για την έναρξη μιας πράξης που δίνεται με οπτικό ή ηχητικό σημείο (α. «ο στρατηγός έδωσε πρώτος το σύνθημα τής επίθεσης» β. «δόθηκε το σύνθημα τής εκκίνησης τών δρομέων από τους διοργανωτές τών αγώνων» γ. «τοῡ συνθήματος δοθέντος ἐνδοῡναι πρὸς ὕπνον», Πλούτ.
δ. «καὶ τὸ πρῶτον σύνθημα Λακεδαιμονίοις πρὸς τὴν μάχην ὁ αὐλὸς ἐνδίδωσι», Λουκιαν.)
νεοελλ.
σύντομη φράση που επαναλαμβάνεται συνήθως ρυθμικά σε διαδηλώσεις ή γράφεται στους τοίχους και το οποίο αποτελεί την έκφραση τών βασικών στόχων ενός συνόλου, ενός κινήματος ή μιας πολιτικής παράταξης
μσν.-αρχ.
σύμβολο, σχήμα ή αντικείμενο με το οποίο υποδηλώνονται κατά συνθήκη ορισμένες έννοιες («θεῑον σύνθημα καταδέξομαι», Συνέσ.)
αρχ.
1. καθετί το συμφωνημένο, ιδίως εκ τών προτέρων
2. στρατιωτικό σήμα
3. καθετί που χρησιμεύει ως δηλωτικό σημείο ή ως υπόμνημα μιας κατάστασης («ξυμφορᾱς ξύνθημ' ἐμῆς», Σοφ.)
4. πινάκιο στο οποίο γραφόταν διαταγή ή στρατιωτικό σύμβολο
5. διαβατήριο
6. σύμβαση, συνθήκη
7. η σχέση ενός πράγματος προς ένα άλλο και, κυρίως, η σχέση ομοιότητας μεταξύ δύο πραγμάτων («τί γὰρ ἀσπίδι ξύνθημα καὶ βακτηρίᾳ;», Αθήν.)
8. στον πληθ. τὰ συνθήματα
επιστολές με αισθηματικό περιεχόμενο
9. φρ. «ἀπὸ συνθήματος» — με συμφωνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σύνθημα — anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθημα — το 1. προσυμφωνημένο σημείο συνεννόησης: Αποκαλύφθηκαν τα συνθήματά τους. – Δόθηκε το σύνθημα της μάχης. 2. σύντομη φράση που εκφράζει τις βασικές επιδιώξεις ενός συνόλου, μιας παράταξης κτλ.: Οι διαδηλωτές φώναζαν συνθήματα. – Έγραψαν στους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύνθημ' — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνθημα — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθημ' — σύνθημα , σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθημάτων — σύνθημα anything agreed upon neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήμασι — σύνθημα anything agreed upon neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήμασιν — σύνθημα anything agreed upon neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήματα — σύνθημα anything agreed upon neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθήματι — σύνθημα anything agreed upon neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”